- τετανοσπασμίνη
- η, Νιατρ. το νευροτρόπο στοιχείο τής τετανικής τοξίνης που προκαλεί τους σπασμούς, αποκλείοντας σημεία τού χολινεργικού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetanospasmin (< τέτανος + σπασμός + -in)].
Dictionary of Greek. 2013.